Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τοῦ ῥήματος

  • 1 χρόνος

    ο
    1) время;

    χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;

    πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;

    από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;

    2) год;

    διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;

    κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;

    τον ιδιο χρόνο — в том же году;

    μέσα στο χρόνο — в течение года;

    ένα χρόνο περίπου — около года;

    ένα χρόνο πρίν... — за год до...;

    μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;

    μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;

    δυό φορές το χρόνος — два раза в год;

    3) πλ. эпоха, период, времена;

    αρχαίοι χρόνοι — древние времена;

    νέοι χρόνοι — новые времена;

    4) муз. такт;

    κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;

    5) грам, время;

    χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;

    6) долгота (слога);

    πρώτος χρόνος — краткий слог;

    § тоб χρόνου — в будущем году;

    καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;

    από χρόνου — с будущего года;

    προ χρόνων — очень давно, много лет назад;

    χρόνο με το χρόνο — из года в год;

    απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;

    καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;

    κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;

    ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;

    μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;

    καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;

    συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρόνος

  • 2 επιβατευω

        1) ( о пассажирах или воинах) находиться на судне, плавать
        

    (ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ νηΐ Plat. и νεώς Luc.)

        2) досл. опираться, перен. основываться
        3) всходить, садиться (словно на корабль)
        

    (τινί Arph.)

        4) захватывать, завладевать
        

    (Συρίας Plut.; τῶν βασιλείων τινός Luc.)

        5) обманом присваивать себе

    Древнегреческо-русский словарь > επιβατευω

  • 3 ρημα

         ῥῆμα
        - ατος τό [εἴρω II]
        1) сказанное, слова, речь
        

    νόος τοῦ ῥήματος Her. — смысл сказанного;

        ὡς τοῖς ῥήμασι λέγεται Plat. — как это говорится;
        κατὰ ῥ. Aeschin. — слово в слово, дословно

        2) слово, изречение
        3) предложение, фраза
        4) грам. глагол
        5) грам. инфинитив Sext.
        6) вещь, событие, обстоятельство
        

    πᾶν ῥ. и πάντα τὰ ῥήματα NT.все

    Древнегреческо-русский словарь > ρημα

  • 4 νοος

         νόος
        стяж. νοῦς ὅ
        1) мысль, ум, разум
        νοῦν ἔχειν πρός τι Arph.направить свою мысль (обратить внимание) на что-л.

        2) ум, благоразумие, рассудительность, здравый смысл
        

    νόῳ Hom. и σὺν νόῳ Her. — разумно, рассудительно, с толком;

        νοῦν ἴσχειν περί τι Plat.смыслить (разбираться) в чем-л.;
        ὅσοι καὴ σμικρὸν νοῦ κέκτηνται Plat. — у кого есть хоть немного ума;
        περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Soph. — делать невыполнимое бессмысленно;
        νοῦν σχές Soph. — образумься;
        ἐν τῷ ἰδίῳ νοΐ NT.по собственному разумению

        3) замысел, намерение, дума
        

    νόον νοεῖν или βουλεύειν Hom. — возыметь мысль, вознамериться;

        ποιεῖν или τρέπειν τινὴ ἐπὴ νόον ποιεῖν τι Hom.внушить кому-л. намерение сделать что-л.;
        λέξατε πρός με τί ἐν νῷ ἔχετε Xen. — скажите мне, что вы имеете в виду

        4) перен. душа, сердце, грудь
        μέ κεῦθε νόῳ Hom.не таи в душе

        5) мнение, образ мыслей
        τῷ νῷ λέγειν Soph. — говорить по убеждению;
        ἀγαθῷ νόῳ Her. — благосклонно, радушно

        6) желание, воля
        

    ταύτῃ ὅ νόος ἔφερε Her., — таково же было (и его) желание;

        εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Thuc.если обстоятельства сложатся как желательно

        7) смысл, значение
        8) филос. (в идеалистич. системах древности) мировой разум
        

    (πάντα ὅ ν. διεκόσμησε Diog.L.) или мыслительное начало, принцип мышления

        λέγω δὲ νοῦν ᾧ διανοεῖται καὴ ὑπολαμβάνει ἥ ψυχή Arst. — я называю умом то, чем душа мыслит и воспринимает

    Древнегреческо-русский словарь > νοος

  • 5 σεμνοτης

        - ητος ἥ
        1) торжественность, пышность, величавость
        

    (τῆς ἐξελάσεως Xen.; τοῦ ῥήματος Dem.)

        σεμνότητ΄ ἔχει σκότος Eur.в темноте есть (какая-то) торжественность

        2) сдержанность, скромность Eur.
        3) серьезность, важность
        

    (σ. καὴ βαρύτης Arst.)

        4) напыщенность
        

    (σ. φιλόσοφος Luc.)

        5) благочестие

    Древнегреческо-русский словарь > σεμνοτης

  • 6 ησσαομαι

        атт. ἡττάομαι, ион. ἑσσόομαι pass. (fut. ἡσσηθήσομαι - реже ἡσσημαι, aor. ἡσσήμην - ион. ἑσσώθην, pf. ἥσσημαι, ppf. ἡσσήμην; act. только в поздней прозе - см. ἡσσάω См. ησσαω)
        1) быть слабее, оказываться ниже, отставать, уступать
        

    (τινος Eur., τι Xen., τινός τινι и ἔν τινι Xen.)

        ἡττηθέντος τοῦ πνεῦματος Arst. — когда ветер ослабеет;
        γυναικὸς ἡσσημένος Eur. — оказавшийся ниже женщины;
        τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες Xen. — мы не уступим ему в благородных поступках;
        ὅπως μηδ΄ ἐν τούτῳ αὐτῶν ἡττηθήσεσθε Xen. — чтобы в этом отношении вам не оказаться слабее их;
        συγγνόντες Πέρσαι οἴχοντο, ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Her. — персы ушли, согласившись и признав превосходство мнения Кира (ср. 2);
        ἡ. ὑπέρ τινα NT.оказаться ниже кого-л.

        2) подчиняться, покоряться, поддаваться
        

    ἡ. ὑπ΄ ἔρωτος Plat. — поддаться чувству любви;

        ἡ. ῥήματος Thuc. — поддаться слову, т.е. дать убедить себя;
        ἡ. ὕπνου Xen. — не устоять перед желанием спать;
        ἡ. χρημάτων Lys. — соблазниться деньгами;
        οὐκ ἄξιον ὑμῖν τῆς τούτων παρασκευῆς ἡττᾶσθαι Lys. — недопустимо, чтобы вы поддались проискам их;
        ἡττηθέντες ὑπὸ ταύτης τῆς ζητήσεως Arst. — под давлением этого исследования;
        ἡ. τῷ θυμῷ и τῇ γνώμῃ Her. или τέν γνώμην Thuc.пасть духом (ср. 1);
        ἡ. τινος Plut.влюбиться в кого-л.

        3) терпеть поражение, быть побежденным
        

    ἡ. μάχῃ Thuc. и μάχην Dem. — быть разбитым в сражении;

        ἀπέθανον μάχη ἡσσοθέντες ὑπὸ τῶν Φοινίκων Her. (спартанцы) погибли, будучи побеждены в сражении финикийцами

        4) юр. проигрывать в суде
        

    (δίκην Plat.; παραγραφήν Dem.; ἐν τοῖς δικαστηρίοις Xen.). - см. тж. ἡσσάω

    Древнегреческо-русский словарь > ησσαομαι

См. также в других словарях:

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»